ποδηλατοδρόμος

ποδηλατοδρόμος
ο, Ν
ο ποδηλάτης και, ειδικά, αυτός που συμμετέχει σε αγώνες ποδηλατοδρομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πόλις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδηλατοδρόμος — ο 1. ποδηλάτης, ποδηλατιστής. 2. αυτός που αγωνίζεται σε δρόμο με ποδήλατο: Οι ποδηλατοδρόμοι συνοδεύονται και από αυτοκίνητα που τους παρακολουθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”